κεγχραμις

κεγχραμις
    κεγχραμίς
    κεγχρᾰμίς
    -ίδος (ῐδ) ἥ фиговое зернышко Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κεγχραμις" в других словарях:

  • κεγχραμίς — κεγχραμίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ο μικρός σπόρος τού σύκου 2. το κουκούτσι τής ελιάς 3. κάθε λεπτός κόκκος 4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες τα τραχώματα τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς] …   Dictionary of Greek

  • κεγχραμίς — seed of fig fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδα — κεγχραμίς seed of fig fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδας — κεγχραμίς seed of fig fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδες — κεγχραμίς seed of fig fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδι — κεγχραμίς seed of fig fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδος — κεγχραμίς seed of fig fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδων — κεγχραμίς seed of fig fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίσιν — κεγχραμίς seed of fig fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμιδώδης — κεγχραμιδώδης, ῶδες (Α) όμοιος με κεγχραμιδα (βλ. κεγχραμίς). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεγχραμίς, ίδος + ώδης*] …   Dictionary of Greek

  • κεγχρεμίς — κεγχρεμίς, ίδος, ἡ (Μ) κεγχραμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεγχραμίς, με εξακολουθητική ανομοιωτική τροπή τού α σε ε] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»